μελίτακας

μελίτακας
ο
είδος μυρμηγκιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελίτακας — ο (Μ μελίτακας) (ιδιωμ.) (στην Κρήτη) το μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγ. μελίτ αξ, πιθ. < μέλι, ιτος, + μεγεθ. κατάλ. ακας] …   Dictionary of Greek

  • Μελίτακας, Μιχαήλ — Κρητικός οπλαρχηγός με καταγωγή από την επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Συμμετείχε στους αγώνες της Κρήτης και της Πελοποννήσου την περίοδο 1821 30 και διακρίθηκε για την ανδρεία του, γι’ αυτό και υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα …   Dictionary of Greek

  • μελιτακιά — η (Μ μελιτακιά) [μελίτακας] (ιδιωμ.) (στην Κρήτη) 1. φωλιά μυρμηγκιών 2. πλήθος από μυρμήγκια, μυρμηγκιά, η φάλαγγα που σχηματίζουν τα μυρμήγκια …   Dictionary of Greek

  • πλαντάζω — και πλαντώ / πλαντῶ, άω, ΝΜ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια 2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”